ἐπιλύομαι

ἐπιλύομαι
ἐπιλύω
loose
pres ind mp 1st sg (epic)
ἐπιλύ̱ομαι , ἐπιλύω
loose
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιλύομαι — επιλύομαι, επιλύθηκα βλ. πίν. 6 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιλύω — (AM ἐπιλύω) 1. λύνω, επιτυγχάνω την ορθή λύση προβλήματος, διαφοράς κ.λπ. 2. ερμηνεύω, εξηγώ, διασαφώ («χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ ἐλάλει αὐτοῑς τὸν λόγον κατ’ ἰδίαν δὲ τοῑς μαθηταῑς αὐτοῡ ἐπέλυε πάντα», ΚΔ) αρχ. 1. απελευθερώνω 2. απελευθερώνω δούλο …   Dictionary of Greek

  • προσεπιλύομαι — Μ απαλλάσσομαι, εκφράζομαι ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιλύομαι «απαλλάσσομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”